γαλανόλευκος

γαλανόλευκος
-η, -ο
1. αυτός που έχει γαλανό και λευκό χρώμα.
2. το θηλ. ως ουσ., γαλανόλευκη η ελληνική σημαία: Στον ιστό κυμάτιζε η γαλανόλευκη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γαλανόλευκος — η, ο 1. εκείνος που έχει χρώμα γαλανό και λευκό 2. το θηλ. ως ουσ. η ελληνική σημαία …   Dictionary of Greek

  • Dean Bouzanis — Personal information Full name Dean Anthony Bouzanis …   Wikipedia

  • κυανόλευκος — η, ο 1. αυτός που έχει δύο χρώματα, κυανό και λευκό, γαλανόλευκος 2. το θηλ. ως ουσ. η κυανόλευκη η ελληνική σημαία, λόγω τών χρωμάτων της, κυανού και λευκού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δημ. Α. Μαυροκορδάτο] …   Dictionary of Greek

  • λευκός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * ή, ό (AM λευκός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού ή τού γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”